-
1 Ευρώπη
ΕὐρώπηEuropa: fem nom /voc sg (attic epic ionic)Εὐρώπηςmasc voc sg (doric)——————ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (attic epic ionic)Εὐρώπηςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
2 Εὐρώπη
Εὐρώπη, ἡ, -
3 Εὑρώπη
Grammatical information: f.Meaning: 1. daughter of Phoinix (or of Agenor) and Telephassa, by Zeus who abducted her to Crete in the shape of a bull (Hes. Th. 357, Hdt.); 2. geographical notion, first as name of the mainland (as opposed to the peninsulae like the Peloponnese and isles), later the continent as opposed to Anatolia and Libya (h. Ap. 251, Pi. N. 4, 70, A. Fr. 191, Hdt.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Probably Pre-Greek (thus e. g. Sommer IF 55, 185 n. 1). IE etymologies (P.-W. s. v., 6, 1287ff., and Lewy Fremdw. 139f.; Aly Glotta 5, 63ff. (from εὑρώς and ὤψ, not convincing) have failed. Semitic interpretations (Lewy l. c. and bei Grimme Glotta 14, 17) must be rejected. There are several names in - ωπ (- οπ-); for Εὐρ- cf. Εὔρῑπος. Originally it indicated a land in the north of the Balkan (later Greece). The origin of the girl from Phoenicia is phantasy; see Beekes, Kadmos xx (2004\/5)xxx-xxx.Page in Frisk: 1,593Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Εὑρώπη
-
4 Εὐρώπη
Βλ. λ. Ευρώπη -
5 Εὐρώπῃ
Βλ. λ. Ευρώπη -
6 Ευρώπα
Εὐρώπᾱ, ΕὐρώπηEuropa: fem nom /voc /acc dualΕὐρώπᾱ, ΕὐρώπηEuropa: fem nom /voc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱ, Εὐρώπηςmasc nom /voc /acc dual (doric)Εὐρώπᾱ, Εὐρώπηςmasc gen sg (doric aeolic)——————Εὐρώπᾱͅ, ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱͅ, Εὐρώπηςmasc dat sg (doric aeolic) -
7 Ευρώπηι
Εὐρώπῃ, ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (attic epic ionic)Εὐρώπῃ, Εὐρώπηςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
8 Εὐρώπηι
Εὐρώπῃ, ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (attic epic ionic)Εὐρώπῃ, Εὐρώπηςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
9 Ευρώπας
Εὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem acc plΕὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem gen sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc acc pl (doric)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
10 Εὐρώπας
Εὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem acc plΕὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem gen sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc acc pl (doric)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
11 Ευρώπαν
Εὐρώπᾱν, ΕὐρώπηEuropa: fem acc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱν, Εὐρώπηςmasc acc sg (epic doric aeolic) -
12 Εὐρώπαν
Εὐρώπᾱν, ΕὐρώπηEuropa: fem acc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱν, Εὐρώπηςmasc acc sg (epic doric aeolic) -
13 Ευρώπην
-
14 Εὐρώπην
-
15 Ευρώπης
-
16 Εὐρώπης
-
17 Εὐρωπία
Εὐρωπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Εὐρωπία
-
18 περίρρυτος
A surrounded with water, π. κρήτη sea-girt Crete, Od.19.173, cf. Hes. Th. 193, 290 ; Λιβύη, Εὐρώπη, Hdt.4.42,45 ; πόλεις A.l.c., cf. S.Ph.1, Th.4.64, Plu.2.941c, Aristid.Or.44(17).8 ;Ὠκεανὸς τῷ πᾶσα π. ἐνδεται χθών Neoptol.2
.2 [voice] Act., flowing round, c. gen., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδιων Σικελίας over the barren plains that flow round Sicily, i.e. the sea, E.Ph. 209 (lyr., sed leg. - ρρύτῳ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίρρυτος
-
19 ἀνώνυμος
A without name,οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀ. ἐστ' ἀνθρώπων Od.8.552
;ἡ Εὐρώπη.. ἦν ἀ. Hdt.4.45
; θεαί i.e. the Furies, E.IT 944; Ὅρκου πάϊς ἐστὶν ἀ. Orac. ap. Hdt.6.86, cf. Pl.Ti. 60a, Arist. EN 1107b2, prob. in Po. 1447b9, cf. Tz.Diff. Poet.11.3 not to be named, unspeakable, Aristid.Or.50(26).8.5 Adv. - μως without mentioning a name, Men.Rh.p.391 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνώνυμος
-
20 ἀπολαμβάνω
A- λάμψομαι 3.146
, 9.38: [dialect] Att. [tense] pf. ἀπείληφα, [voice] Pass. ἀπείλημμαι, [dialect] Ion. ἀπολέλαμμαι: in [voice] Act. [tense] aor. 2 ἀπέλαβον, but in [voice] Pass. [tense] aor. 1 ἀπελήφθην, [dialect] Ion.ἀπελάμφθην Hdt.
:— take or receive from another, correlat. to ἀποδιδόναι, Pl.R. 332b; οὐδὲν ἀ. τοῦ βίου χρηστόν (v.l. ἀπολαύ-) Plu.2.258b.2 receive what is one's due,μισθόν Hdt.8.137
;ἀ. τὸν ὀφειλόμενον μισθόν X.An.7.7.14
;τὴν σὴν ξυνάορον E.Or. 654
;τὰ χρήματα Ar.Nu. 1274
;τὰ παρὰ τοῦ πατρός Antiph. 196
; ἀ. χρέα have them paid, And.3.15;ὑπόσχεσιν παρά τινος ἀ. X.Smp.3.3
;τὰ δίκαια Aeschin.1.196
: opp. λαμβάνω, Epist. Phil. ap. D.12.14, cf. D.7.5; ἀ. ὅρκους accept them when tendered, Id.5.9, 18.27.3 take of, take a part of a thing, Th.6.87, Pl.Hp.Mi. 369b;ἀ. μέρος τι Id.R. 392e
, cf. Arist.Po. 1459a35: abs. in [tense] aor. part., ἀπολαβὼν σκόπει consider it separately, Pl.Grg. 495e, cf. R. 420c.II regain, recover, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν, Hdt.1.61, 2.119, 3.146, al.;τι παρά τινος Th.5.30
;τὴν ἡλεμονίαν Isoc.4.21
;τὴν αὐτὴν εὐερλεσίαν 14.57
: metaph., ἀ. ἑαυτόν recover oneself, Porph.Sent.40, al.III take apart or aside, of persons,ἀ. τινὰ μοῦνον Hdt.1.209
;αὐτὸν μόνον Ar. Ra.78
, cf. LXX 2 Ma.6.21; of things, :—[voice] Med., ἀπολαβόμενος taking him aside, Ev.Marc.7.33:—[voice] Pass., οἱ ἀπειλημμένοι those set apart, recluses, UPZ60.10 (ii B.C.).IV cut off, intercept,λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνούς Hdt.9.38
; ἀ. τείχει wall off, Th.4.102;ἰσθμούς Id.1.7
, cf. 4.113; ἀ. εἴσω shut up inside, Id.1.134; of contrary winds, ;κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Philostr.Her.14
; τὴν ἀναπνοὴν ἀ. τινός stop his breath, choke him, Plu.Rom.27;τὸν ἀντίπαλον ἐς πνῖγμα Philostr.Im.1.6
;ἀ. τῶν σιτίων
spoil the appetite,Hp.
Prorrh.2.22:—freq. in [voice] Pass., ὑπ' ἀνέμων ἀπολαμφθέντες arrested or stopped by contrary winds, Hdt.2.115, 9.114;ὑπὸ ἀπλοίας Th.6.22
; ;ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Hdt.8.11
;ἀπολαμφθέντες πάντοθεν Id.5.101
;ἐν τῇ νήσῳ Id.8.70
,76; ἐν τῆ Εὐρώπη ib.97, 108; ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀ. to be entangled in.., Pl. Euthd. 305d;ἐν τούτῳ τῷ κακῷ Id.Grg. 522a
;ἐς στενόν Philostr. VS1.19.1
; of an afflux of blood, to be checked, Hp.Fract.4; κοιλίη, κύστις ἀπολελαμμένη, Id.Prorrh.1.88, 115, etc.V Math., cut off,ἡμικύκλιον ἀποληφθήσεται Arist.Mete. 375b27
, cf. Archim.Quadr. 15, etc.; intercept, Id.Sph.Cyl.1.10; -ομένη, ἡ, abscissa, Apollon.Perg.Con.1.11, al.—A prose word, used by E. ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολαμβάνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Εὐρώπη — Europa fem nom/voc sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπῃ — Εὐρώπη Europa fem dat sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — η η μία από τις πέντε ηπείρους της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὐρώπηι — Εὐρώπῃ , Εὐρώπη Europa fem dat sg (attic epic ionic) Εὐρώπῃ , Εὐρώπης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Европа в греческой мифологии — (Εύρώπη) по Гомеру ( Илиада , XIV, 321), дочь Финика, по обыкновенной редакции мифа дочь финикийского царя Агенора, сестра Кадма. Зевс явился Е., игравшей с подругами на берегу моря, в виде белого быка и, похитив ее, увез на остров Крит, где… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Европа, в греческой мифологии — (Εύρώπη) οо Гомеру (Илиада, XIV, 321) дочь Финика, по обыкновенной редакции мифа дочь финикийского царя Агенора, сестра Кадма. Зевс явился Е., игравшей с подругами на берегу моря, в виде белого быка и, похитив ее, увез на остров Крит, где… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Εὐρώπην — Εὐρώπη Europa fem acc sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπης — Εὐρώπη Europa fem gen sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek